γένειο

γένειο
το (AM γένειον)
βλ. γένι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γένι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ορθογενεία — η ανθρωπολ. η κατάσταση τών ανθρώπων που έχουν το γένειο, δηλ. το πηγούνι, στην κανονική θέση, που ούτε προεξέχει ούτε είναι προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + γένειο «πηγούνι»] …   Dictionary of Greek

  • γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …   Dictionary of Greek

  • θειόφορος — θειόφορος, ον (Α) 1. (για συγγραφείς ή θεολόγους) θεόπνευστος, εμπνευσμένος από τον θεό 2. αυτός που έχει κατακτήσει τη βασιλεία τών ουρανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειο + φορος (< φέρω), πρβλ. γενειο φόρος, σταυρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυματοτρόφος — κυματοτρόφος, ον (Α) (για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῑν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο τρόφος, ιερακο τρόφος. Η παροξυτονία… …   Dictionary of Greek

  • προγένειος — ον, Α αυτός που έχει προτεταμένο γένειο, αυτός που έχει μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένειος (< γένειον «πώγων»), πρβλ. συγ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • πωγώνιο — το / πωγώνιον, ΝΑ [πώγων] υποκορ. τού πώγων νεοελλ. το γένειο, το πιγούνι …   Dictionary of Greek

  • πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • genioplasty — (dʒɪˈnaɪəʊplæstɪ) [f. Gr. γένειο ν chin + πλαστ ός moulded + y3.] ‘A plastic operation for restoring the chin’ (Syd. Soc. Lex. 1885) …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”